- πολιτίζω
- Ν1. μεταδίδω σε κάποιον τον πολιτισμό, εκπολιτίζω2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πολιτισμένος, -η, -οα) ο προηγμένος στον πολιτισμό («οι πολιτισμένοι λαοί»)β) αυτός που έχει καλούς τρόπους και φιλελεύθερες αντιλήψεις, ο προηγμένος κοινωνικά3. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) πολιτισμέναμε καλό τρόπο, με συμπεριφορά που φανερώνει ανωτερότητα και πνευματική και ψυχική καλλιέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. civiliser και μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.